ποικιλόχρους

ποικιλόχρους
-ουν, και -οος, -οον, ΝΜΑ
ποικιλόχρωμος («ποικιλόχρους πιτυρίαση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -χροος / -χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδό-χρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • VERSICOLOR — Vestis, Meretricum apud Athenienses proptia, ex Lege memorata Suidae, τὰς ἑταίρας ἄνθινα φορεῖν, Meretrices floridas vestes indutae sunto. Artemidorus enim ποικίλαν et ἀνθηρὰν, versicolorem et floridam vocat, l. 2. c. 3. Γυναικὶ δὲ ποικίλη καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θρόνον — θρόνον, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ θρόνα α) άνθη κεντημένα ή υφασμένα β) άνθη ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα πρέπει να θεωρηθεί η σημασία «ποικιλόχρους, πολύχρωμος». Απαντά πιθ …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] …   Dictionary of Greek

  • ποικολόμορφος — η, ο / ποικιλόμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή παρουσιάζει ποικίλες μορφές, διάφορα σχήματα, πολύμορφος νεοελλ. βιολ. αυτός που έχει φαινοτύπους με παραλλαγές οι οποίες οφείλονται σε μεταβολή τού γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… …   Dictionary of Greek

  • άγχουσα — (anchusa).Ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των βοραγινιδών. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Από τα 40 είδη, στην Ελλάδα υπάρχουν 13, γνωστά όλα με το κοινό όνομα βοϊδόγλωσσα. Όλα τα είδη έχουν κοινό… …   Dictionary of Greek

  • βουκαμβίλια — (bouqainvillea). Γένος αναρριχώμενων ξυλωδών θάμνων της οικογένειας των νυκταγινιδών (δικοτυλήδονα) με 12 είδη, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η β. η ευειδής και η β. η λεία. Η καλλιέργεια και η διάδοση της πρώτης έχει σταματήσει πριν από πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”